- παραφύλαγμα
- το, ΝΜΑ [παραφυλάσσω]νεοελλ.κρυφή παρακολούθηση, παραφύλαξη, παραμόνεμαμσν.-αρχ.επιτήρηση, προσοχή, προφύλαξη, επιφυλακή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραφύλαγμα — το, ατος ενέδρα, παραμόνεμα, καρτέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραφύλαξη — η / παραφύλαξις, άξεως, ή ΝΜΑ [παραφυλάσσω] η κρυφή παρακολούθηση, το παραφύλαγμα, το παραμόνεμα, η φρούρηση … Dictionary of Greek
φύλαγμα — το, ΝΜΑ, και φύλαμα Ν [φυλάσσω] φύλαξη, περιφρούρηση νεοελλ. παραφύλαγμα, ενέδρα μσν. αρχ. παράγγελμα, εντολή («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ) αρχ. φράγμα, προστατευτικό τείχος … Dictionary of Greek
παραμόνεμα — το ενέδρα, παραφύλαγμα, καρτέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραφύλαξη — η κρυφή παρακολούθηση, παραφύλαγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)